- πληκτικῇ
- πληκτικόςoffem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πληκτική — πληκτικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληκτικός — ή, ό / πληκτικός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που προκαλεί πλήξη, ο ανιαρός (α. «πληκτικός άνθρωπος» β. «πληκτική παράσταση» γ. «πληκτικό μέρος» δ. «τῆ ὀσμῇ πληκτικόν», Διοσκ.) αρχ. 1. ο κατάλληλος να πλήξει, να χτυπήσει («πληκτικὴ δύναμις», Επίκ.) 2. ο… … Dictionary of Greek
ξέδομα — το [ξεδίνω] φυγή από την πληκτική καθημερινότητα ή από μια δυσάρεστη κατάσταση, διασκέδαση … Dictionary of Greek
ρουτίνα — η, Ν 1. η συνήθεια να ενεργεί κάποιος μηχανικά, κατά τον ίδιο πάντοτε τρόπο 2. η έλλειψη πρωτοτυπίας, πρωτοβουλίας, διάθεσης για αλλαγή 3. φρ. α) «η καθημερινή ρουτίνα» πληκτική κατάσταση, χωρίς ενδιαφέρον β) «άνθρωπος τής ρουτίνας» άτομο που… … Dictionary of Greek